- αναποδοκαημένος
- -η, -οαυτός που πένθησε από απροσδόκητο, πρόωρο θάνατο στενού συγγενή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek